-
1 крупа
пищ. το άλφιτοледяная - τα ψίγματα του πάγου, το χαλάζιперловая - ο φάρος, το ξεφλουδισμένο κριθάριРусско-греческий словарь научных и технических терминов > крупа
-
2 крупа
круп||аж1. τό ἄλφιτο[ν]:манная \крупа τό σιμιγδάλι· перловая \крупа ὁ φάρος· гречневая \крупа τό μαυροσίταρο· ячневая \крупа ὁ φάρος· овсяная \крупа τό μπληγοῦρι ἀπό βρώμη·2. (снег) τό ψιλό χαλάζι.